πενηνταράκι

πενηνταράκι
τό
1) кружка объёмом в пятьдесят драми; 2) монета в пятьдесят лепт

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πενηνταράκι" в других словарях:

  • πενηνταράκι — το [πενηντάρι] 1. παλαιό μέτρο χωρητικότητας ίσο με πενήντα δράμια υγρού, αλλ. πενηντάρι 2. μεταλλικό κέρμα αξίας πενήντα λεπτών, το μισό τής δραχμής …   Dictionary of Greek

  • πενηνταράκι — το 1. βάρος ή όγκος 50 δραμιών. 2. κέρμα 50 λεπτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντηκοντάλεπτο — το νόμισμα αξίας πενήντα λεπτών, δηλαδή το μισό τής δραχμής, το πενηνταράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λεπτό] …   Dictionary of Greek

  • πενηντάρι — το 1. χαρτονόμισμα 50 ευρώ. 2. βάρος ή όγκος 50 δραμιών, πενηνταράκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»